- αφηγηματικός
- η , ό[ν]1) повествовательный, описательный; 2) интересно рассказывающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀφηγηματικός — narrative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφηγηματικός — ή, ό (AM ἀφηγηματικός, ή, όν) [αφήγημα] αυτός που σχετίζεται με την αφήγηση νεοελλ. εκείνος που έχει ικανότητα να αφηγείται … Dictionary of Greek
αφηγηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται με αφήγηση: Οι αφηγηματικές εκθέσεις είναι οι πιο απλές. 2. ο ικανός να αφηγείται: Έχει σπουδαίες αφηγηματικές ικανότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφηγηματικά — ἀφηγηματικός narrative neut nom/voc/acc pl ἀφηγηματικά̱ , ἀφηγηματικός narrative fem nom/voc/acc dual ἀφηγηματικά̱ , ἀφηγηματικός narrative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγηματικώτερον — ἀφηγηματικός narrative adverbial comp ἀφηγηματικός narrative masc acc comp sg ἀφηγηματικός narrative neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγηματικόν — ἀφηγηματικός narrative masc acc sg ἀφηγηματικός narrative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγηματικοῖς — ἀφηγηματικός narrative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγηματικοῦ — ἀφηγηματικός narrative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγηματικῆς — ἀφηγηματικός narrative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγηματική — ἀφηγηματικός narrative fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφηγηματικῶς — ἀφηγηματικός narrative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)